Ήταν 9 Νοεμβρίου 1888 όταν η Μαίρη Τζέιν Κέλλυ βρέθηκε βάναυσα δολοφονημένη στο δωμάτιό της στο 13 Miller’s Court, στην περιοχή του Whitechapel στο ανατολικό Λονδίνο. Ο θάνατός της πιστεύεται ότι σηματοδοτεί τον πέμπτο και τελευταίο φόνο που αποδίδεται στον Τζακ τον Αντεροβγάλτη, ο οποίος προκάλεσε αποτροπιασμό και σκόρπισε τον τρόμο σε ολόκληρη την πόλη ως ο πρωταγωνιστής μερικών εκ των πιο διαβόητων ανεξιχνίαστων υποθέσεων στην ιστορία.
Η Μαίρη Τζέιν Κέλλυ ήταν μια νεαρή γυναίκα, περίπου 25 ετών, που ζούσε στο Whitechapel. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα θύματα του Τζακ, η Kelly ζούσε σε ένα δωμάτιο που είχε ενοικιάσει και όχι στους δρόμους. Αυτό προσέφερε στον δολοφόνο της περισσότερη ιδιωτικότητα, κάτι που μπορεί να εξηγήσει γιατί η δολοφονία της ήταν η πιο άγρια από όλες. Ήταν γνωστό ότι ήταν καλόκαρδη και γοητευτική, αλλά δυσκολευόταν οικονομικά και δούλευε ως πόρνη για να τα βγάλει πέρα.
Το πρωί της 9ης Νοεμβρίου, ο σπιτονοικύρης της Κέλλυ έστειλε τον βοηθό του, Τόμας Μπάουερ, να εισπράξει το ληξιπρόθεσμο ενοίκιο της. Ωστόσο η ίδια δεν άνοιγε την πόρτα και ο Μπάουερ κοίταξε από το παράθυρο. Αυτό που είδε τον συγκλόνισε: το σώμα της Κέλλυ ήταν στο κρεβάτι της, τόσο βάναυσα δολοφονημένο που ήταν δύσκολο να την αναγνωρίσει. Έτρεξε αμέσως να ειδοποιήσει την τοπική αστυνομία, η οποία όταν έφτασε βρήκε μια σκηνή εγκλήματος πολύ πιο φρικιαστική από οποιαδήποτε άλλη είχε συναντήσει στο παρελθόν.
Το πρόσωπο της Κέλλυ είχε παραμορφωθεί και το σώμα της έφερε σοβαρούς ακρωτηριασμούς. Η έκταση της βίας ήταν συγκλονιστική, ακόμη και σε σύγκριση με τις προηγούμενες δολοφονίες που είχαν αποδοθεί στον Τζακ τον Αντεροβγάλτη. Οι ερευνητές παρατήρησαν πως η ιδιωτικότητα του δωματίου είχε δώσει στον δολοφόνο αδιάκοπο χρόνο για να εκτελέσει το φρικτό έργο του, το οποίο περιελάμβανε την αφαίρεση κάποιων οργάνων της και τη διασπορά τους στο δωμάτιο. Αυτό το επίπεδο βαρβαρότητας εδραίωσε τη φήμη του Τζακ του Αντεροβγάλτη ως βαθιά διαταραγμένου δολοφόνου.
Η δολοφονία της Μαίρη Τζέιν Κέλλυ ενέτεινε τον δημόσιο φόβο και την πίεση στην αστυνομία, ωστόσο δεν ακολούθησαν άλλου τέτοιου είδους δολοφονίες. Ενώ προέκυψαν πολλές θεωρίες σχετικά με το γιατί σταμάτησαν οι δολοφονίες, συμπεριλαμβανομένου του πιθανού θανάτου ή σύλληψης του δολοφόνου, η αληθινή απάντηση παραμένει άγνωστη. Ο θάνατος της Κέλλυ σηματοδοτεί το ανατριχιαστικό τελευταίο κεφάλαιο στις δολοφονίες στο Whitechapel και η ιστορία της συνεχίζει να στοιχειώνει και να προκαλεί αποτροπιασμό.
Το παρελθόν της δεν μπορεί να τεκμηριωθεί. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Τζόζεφ Μπάρνετ, ο οποίος ήταν ο σύντροφός της για κάποιο διάστημα, η Κέλλυ γεννήθηκε στο Limerick της Ιρλανδίας το 1863. Η οικογένειά της μετακόμισε στην Ουαλία όταν ήταν ακόμη παιδί, όπου η ίδια έμαθε Ουαλικά . Είχε επτά αδέρφια.
Το 1879 η Κέλλυ παντρεύτηκε έναν ανθρακωρύχο με το όνομα Ντέιβις (ο οποίος σκοτώθηκε αργότερα το 1882 σε έκρηξη ορυχείου), αλλά δεν υπάρχει επίσημη τεκμηρίωση για αυτό. Από το 1882 έως το 1884 ζούσε με έναν ξάδερφό της στο Κάρντιφ. Εδώ χρειάστηκε να νοσηλευτεί για οκτώ ή εννέα μήνες και ήταν το μέρος που άρχισε να εκπορνεύεται.
Η Κέλλυ έφυγε από το Κάρντιφ για το Λονδίνο το 1884. Έζησε στη Γαλλία με έναν πελάτη για μερικές εβδομάδες, αλλά γρήγορα επέστρεψε στην Αγγλία επειδή δεν της άρεσε το γαλλικό περιβάλλον.

Η φίλη της και ιερόδουλη Μαίρη Αν Κοξ ανέφερε ότι είδε την Κέλλυ να επιστρέφει σπίτι με έναν άνδρα γύρω στις 23:45. Η Κοξ χαιρέτησε την Κέλλυ και εκείνη ανταπέδωσε τον χαιρετισμό και άρχισε να τραγουδάει το τραγούδι A Violet from Mother’s Grave. Τραγουδούσε ακόμα όταν η Κοξ πήγε να βρει πελάτες γύρω στα μεσάνυχτα.
Η διπλανή της γειτόνισσα, Κάθριν Πίκετ ταράχτηκε όταν η Κέλλυ άρχισε να τραγουδά ξανά γύρω στις 12:30 π.μ. Ήθελε να παραπονεθεί, αλλά ο άντρας της την έπεισε να αφήσει ήσυχη την Κέλλυ. Γύρω στη 01:00 άρχισε να βρέχει και η Κοξ επέστρεψε για να πάρει μια ομπρέλα. Σε αυτό το σημείο άκουγε ακόμα την Κέλλυ να τραγουδάει.
Ένας άνδρας ονόματι Τζορτζ Χάτσινσον ανέφερε ότι η Κέλλυ τον συνάντησε γύρω στις 02:00 και του ζήτησε δανεικά. Ισχυριζόμενος ότι δεν είχε τίποτα είδε την Kέλλυ να βρίσκει έναν πελάτη με «εβραϊκή εμφάνιση». Ο Χάτσινσον έδωσε αργότερα στην αστυνομία μια πολύ λεπτομερή περιγραφή του άνδρα με τον οποίο η Κέλλυ πήγε στο δωμάτιό της. Ο Χάτσινσον ανέφερε ότι είχε ακούσει τη συνομιλία τους έξω από την πόρτα σύμφωνα με την οποία η Kέλλυ φέρεται να παραπονέθηκε για το χαμένο μαντήλι της και ο άντρας της έδωσε ένα δικό του κόκκινο μαντήλι. Η αφήγηση του Χάτσινσον αμφισβητείται τώρα από πολλούς ειδικούς, εν μέρει επειδή στο σκοτάδι της νύχτας ελάχιστες λεπτομέρειες μπορούν να είναι αισθητές.
Η Κοξ επέστρεψε γύρω στις 3:00 π.μ. Ανέφερε ότι δεν έβγαινε ήχος ή φως από το δωμάτιο της Κέλλυ. Εκείνο το βράδυ, η Κοξ προφανώς υπέφερε από αϋπνία και είπε ότι άκουγε κόσμο να μπαινοβγαίνει στην αυλή όλη τη νύχτα. Είπε επίσης ότι άκουσε κάποιον να φεύγει από το διαμέρισμα γύρω στις 5:45 π.μ. Δύο γείτονες, η Elizabeth Prater και η Sarah Lewis, ανέφεραν ότι άκουσαν μια αχνή κραυγή «Φόνος!» γύρω στις 4:00 π.μ. Ωστόσο, δεν έδωσαν σημασία στην κραυγή .

Ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης
Τζακ ο Αντεροβγάλτης είναι το ψευδώνυμο που δόθηκε σε έναν αγνώστου ταυτότητας δολοφόνο ο οποίος δρούσε στην περιοχή Whitechapel του Λονδίνου στα τέλη του 19ου αιώνα ξεκινώντας από το 1888.
Τα θύματα ήταν γυναίκες οι οποίες έβγαζαν χρήματα ως πόρνες. Οι φόνοι συνέβαιναν σε δημόσιους χώρους (εκτός από τον φόνο της Μαίρη Τζέιν Κέλλυ) την νύχτα ή τα ξημερώματα. Ο λαιμός των θυμάτων ήταν κομμένος και το σώμα ακρωτηριασμένο. Διάφορες θεωρίες υποστηρίζουν πως τα θύματα στραγγαλίζονταν πρώτα έτσι ώστε να μην φωνάζουν. Η αφαίρεση των εσωτερικών οργάνων από τρία θύματα έκανε μερικούς αστυνομικούς της εποχής να πιστεύουν πως ο δολοφόνος κατείχε ανατομική ή χειρουργική γνώση.
Οι εφημερίδες άρχισαν να δίνουν όλο και πιο εκτεταμένη προβολή στο θέμα, κυρίως στην αγριότητα των επιθέσεων και στην αδυναμία της αστυνομίας στο να συλλάβει τον δολοφόνο, ο οποίος φαίνεται ότι ξέφευγε από την αστυνομία για μερικά λεπτά καθώς γινόταν ένα με τις σκιές.
Επειδή η ταυτότητα του δολοφόνου δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ η ιστορία των γεγονότων έχει λάβει και ένα χαρακτήρα αστικού μύθου με μια μίξη ιστορικών και φανταστικών στοιχείων. Πολλοί συγγραφείς, ιστορικοί και ερασιτέχνες ερευνητές έχουν προτείνει διάφορες θεωρίες σχετικά με την ταυτότητα (ή ταυτότητες) του δολοφόνου και των θυμάτων του.

Δεν είναι ξεκάθαρο πόσες ακριβώς γυναίκες σκότωσε ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης. Είναι γενικά αποδεκτό ότι δολοφόνησε πέντε, αν και κάποιοι υποστηρίζουν πως ήταν τέσσερις και κάποιοι άλλοι επτά ή περισσότερες.
Οι πέντε γυναίκες που επίσημα θεωρούνται θύματα του Αντεροβγάλτη είναι:
- Μαίρη Αν Πόλυ Νίκολς (Mary Ann Polly Nichols), 42 ετών δολοφονήθηκε Παρασκευή, 31 Αυγούστου, 1888,στο Μπακς Ρόου,στο Χιούιτ Τσάπελ.
- Άνι Τσάπμαν (Annie Chapman), χήρα 47 ετών δολοφονήθηκε Σάββατο, 8 Σεπτεμβρίου, 1888,στην πίσω αυλή ενός σπιτιού της Χάντμπερυ Στρητ αριθμός 29.
- Ελίζαμπεθ Στράιντ (Elizabeth Stride), 45 ετών δολοφονήθηκε Κυριακή, 30 Σεπτεμβρίου, 1888 στην αυλή ενός σπιτιού της Βέρνερ Στρητ.
- Κάθριν Ήντοους (Catharine Eddowes), 43 ετών, δολοφονήθηκε Κυριακή, 30 Σεπτεμβρίου, 1888,στην Μιτρ Σκουέαρ, με χρονική διαφορά εύρεσης από το προηγούμενο μιας ώρας .
- Μαίρη Τζέιν Κέλλυ (Mary Jane Kelly), δολοφονήθηκε Παρασκευή, 9 Νοεμβρίου, 1888, που όπως εκτιμάται ήταν το τελευταίο θύμα του Αντεροβγάλτη.